- φερώνυμα
- φερώνυμοςbearing the name ofneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νεαντερτάλιος — α, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον άνθρωπο τού Νεάντερταλ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. neanderthalian < Neandert(h)al, κοιλάδα στη δυτική Γερμανία όπου ανακαλύφθηκαν τα φερώνυμα απολιθώματα] … Dictionary of Greek